ἑκάστους

ἑκάστους
ἕκαστος
each
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεναγός — ο, η (ΑΜ ξεναγός, Α και ξενιαγός) πρόσωπο που αναλαμβάνει να οδηγήσει ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου νεοελλ. ξεναγέτης αρχ. 1. αρχηγός στρατού ξένων μισθοφόρων («ἐπεὶ δὲ συνετάχθησαν ὡς ἑκάστους οἱ ξεναγοὶ ἔταξαν», Ξεν.) 2. (στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”